- προσεπικαλοῦμαι
- προσεπικαλέωaccuse besidespres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπικαλώ — έω, ΝΑ 1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.) 2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, έομαι (κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον… … Dictionary of Greek
προσεπιλέγω — ΝΑ [ἐπιλέγω] νεοελλ. (μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.) 2. μέσ … Dictionary of Greek